- αχρόνι(α)στος, -η, -ο
- αχρόνι(α)στος, -η, -ο και αχρόνι(α)γος, -η, -ο επίρρ. -α αυτός που δε χρόνιασε, δε συμπλήρωσε ένα χρόνο: Αχρόνιαστο το 'χασε και το πρώτο της παιδί.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.